- κνάπτωρ
- κνάπτωρ or [full] γνάπτωρ, ορος, ὁ, poet. for κναφεύς, Man.4.422.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνάπτωρ — κνάπτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. γνάπτωρ … Dictionary of Greek